- αετήσιος
- και αιτήσιος, -α, -ο [αετός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αετό ή ο όμοιος με αυτόν («αετήσια νύχια»)2. ο κατασκευασμένος από κόκαλο αετού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
αέτειος — α, ο (Α ἀέτειος, ον) [ἀετός] λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά τού ανθρώπου, όμοια με αυτά τού αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψη κ.λπ.) αρχ. αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek